Bookmark and Share

23.11.09

Εισαγωγή

Ψάχνοντας μια μέρα, βρήκα στα ράφια της Ζωσιμαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης των Ιωαννίνων το βιβλίο του κοντοχωριανού μας, από τη Λίστα, ΧΡ. Β. ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ με τίτλο: “Τ' ΑΛΕΙΦΙΑΤΙΚΑ, ΤΑ ΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΜΟΥΤΖΟΎΡΙΚΑ” το οποίο εξέδωσε το 1945 και αναφέρεται στη συνθηματική γλώσσα των Καλαϊτζήδων, των Βαρελάδων και των Αρτεργατών, επαγγέλματα με τα οποία ασχολούνταν κατά κύριο λόγο οι κάτοικοι των χωριών της Μουργκάνας.
Κάνοντας, λοιπόν, μερικές μικρές διορθώσεις και δίνοντας κάποιες επεξηγήσεις θέλησα να το παρουσιάσω στο διαδίκτυο για τρεις λόγους:
α) για να μη χαθεί αυτή η καταπληκτική προσπάθεια καταγραφής από μέρους του ΧΡ. Β. ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ.
β) για να γίνει ευρύτερα γνωστή όχι μόνο αυτή η ιδιότυπη γλώσσα αλλά και η ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας μου της οποίας αποτελεί σημαντικό και αναπόσπαστο κομμάτι, και
γ) γιατί διαβάζοντας το σκονισμένο αυτό βιβλίο πήγα νοερά πίσω στο χωριό μου, τη Γλούστα, και άκουσα και πάλι τους χωριανούς μου να χρησιμοποιούν πολλές από αυτές τις λέξεις τις οποίες ομολογώ πως τις είχα λησμονήσει μέχρι που πήραν και πάλι πνοή μέσα από τις κιτρινισμένες σελίδες.
Δυστυχώς όμως δεν μπόρεσα να βρω τον συγγραφέα του βιβλίου για να ζητήσω την άδειά του, όμως θέλω να ελπίζω πως δεν θα είχε αντίρρηση να καταγραφεί και στο διαδίκτυο το έργο του, το οποίο αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές οι οποίες, όπως και εγώ, θα τον ευχαριστούν ολόθερμα.

Σημείωση:
Δείχνοντας σεβασμό στο έργο του κ. ΧΡ. Β. ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ παραθέτω και το πρωτότυπο κείμενο για να μπορέσει να αποκτήσει ο αναγνώστης ολοκληρωμένη και σαφή εικόνα του συγγραφέα και του έργου του.

Κασσιτερωταί ή Αλειφιάδες

Κασσιτερωτές ή Καλα(ν)τζήδες ή Γανωτ(ζ)ήδες ή στη συνθηματική γλώσσα τους “Αλειφιάδες”, λέγονται εκείνοι που με την τέχνη τους επικολλούν στα οξειδωμένα χαλκώματα (χάλκινα μαγειρικά σκεύη) κασσίτερο (καλάι) και έτσι τα κάνουν κατάλληλα για οικιακή χρήση ορισμένου χρόνου (αφού χρειάζεται περιοδικά να "καλαϊστούν" και πάλι) και ακίνδυνα σε δηλητηριάσεις κατά το μαγείρεμα των φαγητών. Χωρίς κασσιτέρωση τα χάλκινα σκεύη είναι άχρηστα και επικίνδυνα.

Λεξιλόγιο <Α>

Αγελάδα (Βουκέλα)
Αγελάδια (Βουκέλια)
Άδειο (Ζούφαλο / ζούφιο)

Λεξιλόγιο <Β>

Βαγενάς, βαρελάς (Σώπος)
Βερεσιές (Βέσιο)
Βιζιά (Γκιλιστάρια)

Λεξιλόγιο <Γ>

Γάιδαρος (Λασκάρι)
Γάλα (Τσογλάνι)
Γάλα πηχτό, τυρόγαλο (Σι(η)λήρα)

Λεξιλόγιο <Δ>

Δάσκαλος (Κοντιλιάρης)
Δαχτυλίδι (Τουρκί)
Δεκάρα (Κολίντρω)

Λεξιλόγιο <Ε>

Ειδοποιώ (Φωτάω)
Είμαι (Γράζω)
Εκατοστάρικο (Λαμποτάρικο)

Λεξιλόγιο <Ζ>

Ζέστη (Μπρούσια)
Ζητιανεύω (Σι(η)ντιλεύω)
Ζητιανιά (Σι(η)ντίλα)

Λεξιλόγιο <Η>

Ήλιος (Λαμπερό)
Ησυχάζω (Λαρώνω)

Λεξιλόγιο <Θ>

Θάμνος (Ντούφα)
Θείος (Λάλος)
Θόρυβος (Τζαβαλιό)

Λεξιλόγιο <Ι>

Ίππος, άλογο (Λασκάρι)
Ιατρός – φαρμακείο (Βοτανιάρης / Βοτανιάρικο)

Λεξιλόγιο <Κ>

Καθόλου (Ίτσιου)
Κακοντυμένη (Σιοντόρω)
Κακοφτιαγμένος (Σουργούνι)

Λεξιλόγιο <Λ>

Λαμβάνω, πιάνω (Μαγγώνω)
Λάχανα, λαχανικά (Λιακαβέρια / Λιακαβέρηδες)
Λεκάνη, μικρή δεξαμενή (Βίρα)

Λεξιλόγιο <Μ>

Μαγειρείο (Μπουτζάκι)
Μαγαζί (Χαμινιάρικο)
Μαγγούρα (Σκόπι / Τζουμάκα)

Λεξιλόγιο <Ν>

Νέα γυναίκα (Λιανοματίνα)
Νέο παιδί (Γκοτόπουλο)
Νειάτα (Μαλιμάτια)

Λεξιλόγιο <Ξ>

Ξένος (Τσιούλος)
Ξεδοντιασμένη (Φαρφάλω)
Ξεκουτιάρης, μεγάλος σε ηλικία (Κούσιαλο)

Λεξιλόγιο <Ο>

Οργανοπαίχτης γύφτος (Μαχάς)
Οικία (Πάτα)
Οκά, μονάδα βάρους (Βαριά)

Λεξιλόγιο <Π>

Παππάς (Λέφος)
Παπαδιά (Λέφαινα)
Παιδιά του σχολείου (Μελήσια)

Λεξιλόγιο <Ρ>

Ρίγος, κρύο (Νταρντάκολη)
Ραβδί (Κλίτσιος / Σκόπι)
Ρακή, τσίπουρο (Τσικνή)

Λεξιλόγιο <Σ>

Σαγόνι (Τσιαγούλι / Δε βάζει τσιαγούλι μέσα.. Δε σταματάει να μιλάει)
Σακούλι (Φάρος)
Στέλνω επιστολή, γράμμα (Αλμπανίζω)

Λεξιλόγιο <Τ>

Τανάλια μικρή (Τσίφι)
Ταψί (Απλωτό)
Τραπέζι μικρό (Σο(υ)φράς)

Λεξιλόγιο <Υ>

Ύπνος (Σκάρος)
Υπανδρεύομαι, έρχομαι σε συνουσία (Τραχηλιάζω)
Υπόγειο (Κατόι / Μπίμ(ι)τσα)

Λεξιλόγιο <Φ>

Φαγητό (Μπρι(ν)τζιόλα)
Φανερά (Σκιερά)
Φασόλια (Φουσκοκοίληδες)

Λεξιλόγιο <Χ>

Χαλκώματα για γάνωμα (Μαυρίτσε)
Χάρισμα, δωρεάν (Μπέχο)
Χέρι (Μάσια)

Λεξιλόγιο <Ψ>

Ψάχνω (Τζαρκαλεύω / Πασπατεύω)
Ψάρια (Νεροπούλια)
Ψείρα (Τσιοροκλίνα)

Λεξιλόγιο <Ω>

Ώρα (Κουρλαγγέλω)
Ωραίος (Μπάνικος)
Ωόν, αβγό (Γκιλιστάρ(ι))

Κύρια ονόματα

Αγγελική (Γκέλω)
Αθανάσιος (Νάσιος)
Αναστάσιος (Τάσης)
Αναστασία (Τάσιω)

Αλειφιάτικες φράσεις

Βοζιώνεις Αλειφιάτικα;
(Ξέρεις, καταλαβαίνεις καλαντζήδικα;)

Λάψε Γκοτόπουλο, ν' αργαστούμε στη Λεφοσιάρα. Θα τσιαχταήσουμε και μπιντούσια. Θα μας τη μαγκώσει ο Λέφος.
(Φύγε παιδί, να πάμε στην εκκλησιά. Θα φάμε και πρόσφορο. Θα μας το δώσει ο παππάς.)

Επιστολές Αλειφιάτικες (1)

[Η γυναίκα του Ηλία στον άντρα της]

Λίγια μου,
Άντας έλαψες γι' αυτού, το γκοτόπουλο του Γιωρ' Σπύρου μάγκωσε τη λιανοματίνα του Κώτσιο Νίκα κι έλαψαν για το Καρόκι με κάτι σώπηδες που φωτέριζαν τις μπούτενες του Θύμιο Τάσση του γκαβού.
Τα λακτένια τού πέρα μαχαλά φώτισαν στη σκοτεινή το λάψιμό τους κι όλο το χρέι γράζει αλέστα. Η Ζώνια μου η Γιάννοβα βόζιωνε τη φωτερή και τσόπαινε... Τι αλμπανίστηκε στο χρέι δε φωτιέται. Σκουτέλες! Σκουτέλες!
Από τ' άλλα γράζομε μπάνικα. Οι κολίντρες μπίτισαν. Από το χαμινιάρικο του Γιώτη-Γιάννη Μπλέτσα μάγκωσα βέσιο δυο βαρειές αλοιφή, μια σπυρωτή και τρία καλούπια τσουβρεχτήρι. Βόζιωσε να μου λάψεις κομματιάρηδες να τον ζουφρίσω.
Τα λιανόματά μας γράζουν μπάνικα και σε τσουφρίζουν.
Η ΛΙΓΕΝΑ

Ηλία μου,
Όταν έφυγες γι' αυτού, το παιδί του Γιώργου Σπύρου έκλεψε τη θυγατέρα του Κώστα Νίκα κι έφυγαν για το Καρόκι με κάτι Βαγενάδες που έφτιαχναν τα βαρέλια του Θύμιου Τάσση, του τυφλού.
Τα σκυλιά του πέρα μαχαλά πρόδωσαν τη νύχτα τη φυγή τους κι όλο το χωριό σηκώθηκε στο πόδι. Η συνυφάδα μου η Γιάννοβα (η γυναίκα του Γιάννη) τό 'ξερε και δεν μιλούσε. Τι έγινε στο χωριό δε μολογιέται (δεν λέγεται). Ντροπές! Ντροπές!
Κατά τα άλλα είμαστε καλά. Τα χρήματα τελείωσαν. Από το μπακάλικο του Γιώτη-Γιάννη Μπλέτσα (ο Γιάννης, ο γιος του Γιώτη Μπλέτσα), πήρα βερεσέ, δυο οκάδες λάδι, μια οκά ζάχαρη και τρία καλούπια σαπούνι. Κοίταξε να στείλεις χρήματα να τον ξοφλήσουν.
Τα παιδιά μας είναι καλά και σε φιλούν.
Η Ήλιαινα (η γυναίκα του Ηλία)

Επιστολές Αλειφιάτικες (2)

[Ο Θανάσης στη γυναίκα του τη Στασινή]

Γκότενά μου Τσινή,
Σε τσουφρίζω στις σταφίδες και το γκοτόπουλο το Νάκο και τη λιανοματίνα μας την Τσιέπω.
Μου λάγκεψε η φουρτούλω μου του καψερού, να βόζιωνα τόσογιά την μπάνικη την πάτια και το κουργιάρικο το κονάκι με τα τσαγκαδερά και τα βουκέλια μας τα δυο.
Άντας έλαψα για δώθε άργασα στην πάτα την παλιά το κουμκάσι μου το Σούμο, το τσιουβρίμι, δυο ξεσκίνικες μαυρίτσες και την καζαή τη σιδερένια. Χουμπούρεψτα στη μπίμ(ι)τσα μη τα μαγκώσει ο Σιολής του Γιώρη Στάλου, που ζαγαρεύει αυτού στο χρέι.
Φλετούρισέ μου. Ο Γκότσης σου.
Ο ΝΑΣΙΟΣ

Γυναίκα μου, Στασινή,
Σε φιλώ στα μάτια και το παιδί (μας) το Νάκο και την κόρη μας την Τσιέπω.
Μου πόνεσε του δόλιου, η καρδούλα μου, να έβλεπα λιγάκι το καινούριο (μας) το σπίτι και το παλιό καλύβι με τα ζωντανά μας και τα δυο βόδια μας.
Όταν έφυγα για εδώ, άφησα στο παλιό σπίτι το κουμκάσι το μεγάλο, το τσιουβρίμι, δυο παλιά (μπαλωμένα) χαλκώματα και τη σιδερένια καζαή. Κρύψτα στο υπόγειο, μην τα πάρει ο Θόδωρος του Γιώργου Στάλου, που περιφέρεται χασομέρης (γυρίζει από δω κι από κει) στο χωριό.
Γράψε μου. Ο άντρας σου.
Ο ΘΑΝΑΣΗΣ

Το βιβλίο (σελ. 1)


Το βιβλίο (σελ. 2)


Το βιβλίο (σελ. 3)


Το βιβλίο (σελ. 4)


Το βιβλίο (σελ. 5)


Το βιβλίο (σελ. 6)


Το βιβλίο (σελ. 7)




Το βιβλίο (σελ. 8)


Το βιβλίο (σελ. 9)


Το βιβλίο (σελ. 10)


Το βιβλίο (σελ. 11)


Το βιβλίο (σελ. 12)


Το βιβλίο (σελ. 13)


Το βιβλίο (σελ. 14)


Το βιβλίο (σελ. 15)


Το βιβλίο (σελ. 16)


Το βιβλίο (σελ. 17)


Το βιβλίο (σελ. 18)


Το βιβλίο (σελ. 19)


Το βιβλίο (σελ. 20)


Το βιβλίο (σελ. 21)


Αφιέρωση

Αφιερωμένο:
1. Στον κοντοχωριανό μου ΧΡ. Β. ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ για την καταπληκτική δουλειά που έκανε με την οποία διέσωσε ένα κομμάτι της πολύτιμης ιστορίας της ιδιαίτερης πατρίδας μας, της Μουργκάνας.
2. Σε όλους τους Καλαντζήδες της Μουργκάνας οι οποίοι έζησαν μια πολύ δύσκολη και στερημένη ζωή.
3. Στον πατέρα μου τον Βαγγέλη, που υπήρξε για πολλά χρόνια και ο ίδιος “Αλειφιάς”, Καλαντζής και στη συνέχεια “Μουτζούρης”, αρτεργάτης στα Γιάννενα, και στη μάνα μου την Αβγένω που με έμαθε πολλές από τις αλειφιάτικες λέξεις που χρησιμοποιούσαν καθημερινά οι περισσότεροι συγγενείς και οι χωριανοί μου, οι Γλουστινοί.