Bookmark and Share

23.11.09

Λεξιλόγιο <Κ>

Καθόλου (Ίτσιου)
Κακοντυμένη (Σιοντόρω)
Κακοφτιαγμένος (Σουργούνι)
Καλάι (Σάλτωμα)
Καλαϊζω (Σαλτώνω / Αλείφω)
Καθαρίζω το χάλκωμα (Σουλίζω)
Καλαντζής (Αλειφιάς)
Κάλτσες (Πατούνες)
Καλαμπόκι, καλαμποκίσιο ψωμί (Αλειτούργητο)
Καλός (Μπάνικος)
Καλύβα, αποθήκη (Κονάκι)
Κάμνω (Αλμπανίζω)
Καρύδια (Κουφαλιάρες)
Καινούριος (Μπούτσερος)
Καπνός (Ντου(μ)άνι)
Καπνός φυτό (Σιορευτάρι)
Καπνίζω (Σιορεύω)
Καρδιά (Φουρτούλω)
Καφές (Γιαλακοζούμι)
Καταλαβαίνω (Βοζιώνω)
Καταπίνω, καταβροχθίζω (Ζάφτω)
Κατουρώ (Πρασουρώ)
Κεφάλι (Καραφίνα)
Κυλάω, σκοντάφτω (Κουτουλάω)
Κλαδί (Κοπάτσα)
Κλαδί μικρό (Τσάκνο)
Κλέβω (Χουμπουρεύω)
Κλοπή (Χουμπούρεμα)
Κοιλιά (Μπρέσκω / Χαμπέρω)
Κοιμάμαι (Σκαρίζω)
Κομμάτι ψωμί (Σβώλος)
Κοροϊδεύω, λέω ψέματα (Σιαχουλεύω)
Κοπανώ (Στουμπίζω)
Κοπέλα (Λιανοματίνα)
Κοκόρια (Φτερωτά)
Κόπρος, ακαθαρσία (Φουσκή, φρέτσια)
Κουδούνι (Τσοκάν(ι))
Κουτός (Σιολής)
Κλοστή (Ράμα)
Κρασί (Σιόρο)
Κρέας (Τσούκαλη)
Κρύβω κλοπιμαία (Χουμπουρεύω)
Κρύβω προς φύλαξη (Στρικώνω)
Κριθάρι (Τσέτο)
Κρεμμύδια (Σκεφεριώτες)
Κρεμμύδια μεγάλα (Περιστέρια)
Κρεμμύδια βολβοί (Γουργούσια)
Κρούω, χτυπάω την πόρτα (Τσοκανάω / Τσοκανίζω)
Κτυπώ (Πετσώνω)
Κτυπώ με σφυρί, με γουδί (Τσοκανίζω)
Κτυπώ επίμονα μέχρι να διαλυθεί (Τσιολίζω)
Κύριος (Ντόμος0
Κτίστης (Λασπάς)
Κλανιά (Τσαγκάδα)
Κλαίω πολύ (Γουριάζω)